Ηρώ

Ηρώ
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ιέρεια του ναού της Αφροδίτης στη Σηστό. Την ερωτεύτηκε ο Λέανδρος, που έμενε στην απέναντι ακτή του Ελλησπόντου (στην Άβυδο) και είχε έρθει με προσκυνητές στη Σηστό, σε μια γιορτή της Αφροδίτης και του Άδωνη. Μετά τη γιορτή, η Η. δέχτηκε τον Λέανδρο στον πύργο όπου κατοικούσε όταν τελείωνε η υπηρεσία της στον ναό. Από τότε, o Λέανδρος περνούσε κάθε βράδυ τον Ελλήσποντο, έχοντας για οδηγό το φως ενός λυχναριού που έβαζε η Η. στο υψηλότερο σημείο του ναού και, κατάκοπος έπεφτε στην αγκαλιά της. Μια χειμωνιάτικη νύχτα o άνεμος έσβησε το λυχνάρι, ο Λέανδρος έχασε τον προσανατολισμό του και το πρωί η Η., βλέποντας από το παράθυρό της το πτώμα του Λέανδρου που είχαν βγάλει στη στεριά τα κύματα, ρίχτηκε από το ύψος εκείνο στη θάλασσα και πνίγηκε. Οι κάτοικοι της Σηστού έθαψαν τους δύο εραστές σε κοινό τάφο. Ο μύθος της Η. και του Λέανδρου είχε εμπνεύσει πολλούς ποιητές και κυρίως τον Μουσαίο (5ος αι. μ.Χ.), που έγραψε Τα καθ’ Ηρώ και Λέανδρον σε 343 δακτυλικούς εξάμετρους στίχους. Ο Μπάιρον έγραψε τη Νύμφη της Αβύδου, με θέμα την Η. και τον Λέανδρο και κατόρθωσε να διασχίσει o ίδιος το στενό που περνούσε κάθε νύχτα ο Λέανδρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἥρω — fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἥρω fem acc sg Ἥρω fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥρω' — ἥρω̆α , ἥρως hero masc acc sg ἥρω̆ι , ἥρως hero masc dat sg ἥρω̆ε , ἥρως hero masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥρῳ — ἥρω̆ι , ἥρως hero masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηρώ — η αρχαίο και σύγχρονο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἠρῶ — ἀράομαι pray to imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) ἐράομαι love imperf ind mp 2nd sg ἐράω 1 love imperf ind mp 2nd sg ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡρῷ' — ἡρῷα , ἡρῷον shrine of a hero neut nom/voc/acc pl ἡρῷα , ἡρῷος the heroic measure neut nom/voc/acc pl ἡρῷε , ἡρῷος the heroic measure masc voc sg ἡρῷαι , ἡρῷος the heroic measure fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρω — ἀρόω plough imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἤ̱ρω , αἴρω attach aor ind mid 2nd sg (attic epic ionic) ἦρος masc nom/voc/acc dual ἦρος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥρω — ἥρως hero masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἥρως hero masc acc sg ἥρως hero masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωνσταντοπούλου, Ηρώ — (Αθήνα 1927 – 1944). Αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941 44), όταν ακόμη ήταν μαθήτρια γυμνασίου, εντάχθηκε στις τάξεις της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΠΟΝ και ανέπτυξε έντονη δράση, για την οποία και συνελήφθη από… …   Dictionary of Greek

  • Ἥρως — Ἥρω fem acc pl Ἥρω fem nom/voc pl (doric aeolic) Ἥρω fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”